- σανιδικός
- -ή, -ό, Ν [σανίδα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σανίδες2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Σανιδικάδιαδηλώσεις και ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα το 1902 στην διάρκεια κυβερνητικής κρίσης και που ονομάστηκαν έτσι επειδή οι διαδηλωτές απέσπασαν τα σανίδια από σκαλωσιές ανεγειρόμενης οικοδομής στην οδό Σταδίου και επιδόθηκαν σε βιαιότητες3. φρ. «σανιδική φάση»(πετρογρ.) μία από τις κύριες υποδιαιρέσεις στην ταξινόμηση τών ορυκτών φάσεων τών μεταμορφωμένων πετρωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.